Κώστας Παππής

1/07/2007

Αναθεώρηση του άρθρου 16: υπέρ ή κατά;

Την ερχόμενη Τετάρτη θα συζητηθεί στη Βουλή το θέμα της αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος. Για το ζήτημα αυτό έχουν μιλήσει όλες οι πλευρές και η εικόνα είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ας τη συνοψίσουμε.

Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, πολλά μέλη ΔΕΠ και η μεγαλύτερη φοιτητική παράταξη τάσσονται υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16 και της ίδρυσης μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Κατά τάσσονται τα δυο κόμματα της Αριστεράς που εκπροσωπούνται στη Βουλή, η ΠΟΣΔΕΠ και ορισμένες φοιτητικές παρατάξεις, κυρίως της Αριστεράς και του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου.

Τα βασικά επιχειρήματα της Κυβέρνησης και όσων συντάσσονται μαζί της υπέρ της αναθεώρησης είναι ότι με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων θα λειτουργήσει ο ανταγωνισμός με τα δημόσια Πανεπιστήμια, πράγμα που θα οδηγήσει στην εξυγίανση και στη βελτίωση της εκπαίδευσης που παρέχεται από τα δημόσια. Επίσης, με την ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων θα αντιμετωπιστεί η φοιτητική μετανάστευση. Ακόμα θα δημιουργηθεί μια αγορά υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης που θα προσελκύσει φοιτητές από τις γειτονικές χώρες, κυρίως Βαλκανικές και Αραβικές, πράγμα που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας κλπ.

Την άποψη της πλευράς που τάσσεται κατά της αναθεώρησης συνοψίζει η θέση της ΠΟΣΔΕΠ: Η αναθεώρηση θα καταργήσει την υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει δωρεάν ανώτατη εκπαίδευση σε όλους τους πολίτες, θα εδραιώσει την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου Πανεπιστημίου, θα θεσμοθετήσει την εμπορευματοποίηση της δημόσιας ανώτατης παιδείας και θα εκχωρήσει στα διάφορα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών και Κολέγια το δικαίωμα να πωλούν πτυχία ισότιμα με αυτά των δημόσιων Πανεπιστημίων.

Τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Υπάρχουν τα δημόσια Πανεπιστήμια, που χρηματοδοτούνται και που ελέγχονται από το κράτος με ένα καθεστώς που κατακρίνεται, συχνά με σφοδρό τρόπο, και από όσους αντιτίθενται στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων. Παράλληλα έχει ήδη αναπτυχθεί μια αγορά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών και Κολέγια) όπου δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά ιδιώτες, συχνά σε συνεργασία με ξένα πανεπιστήμια. Στην αγορά αυτή δεν ασκείται κανένας ακαδημαϊκός έλεγχος από το κράτος. Υπόκειται μόνο στον έλεγχο του Υπουργείου Εμπορίου. Οι Έλληνες νέοι που δεν καταφέρνουν να εισαχθούν σε δημόσια Πανεπιστήμια κατευθύνονται σε αυτή την αγορά, όταν δεν παίρνουν την άγουσα για πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Τι συμβαίνει στις άλλες χώρες, τουλάχιστον τις οικονομικά αναπτυγμένες; Πουθενά, από όσο γνωρίζω, δεν απαγορεύεται θεσμικά η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων. Τέτοια Πανεπιστήμια υπάρχουν σχεδόν παντού, αλλού λιγότερα και αλλού περισσότερα (δείτε αναφορές σχετικά με τους θεσμούς με τους οποίους λειτουργούν δημόσια και ιδιωτικά Πανεπιστήμια σε διάφορες χώρες).

Με βάση τα παραπάνω, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου (αναθεώρηση του άρθρου 16: υπέρ ή κατά;) δεν είναι απλή. Την κατάσταση χαρακτηρίζει ένας βαθύς διχασμός που, ως ένα βαθμό, συσκοτίζει το πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, που όλοι αναγνωρίζουν ότι έχει πάρει το χαρακτήρα χρόνιας και σοβαρής ασθένειας. Κατά τη γνώμη μου, η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο κατά πόσο οι οποιεσδήποτε εξελίξεις σχετικά με την αναθεώρηση του άρθρου 16 και όσα ακολουθήσουν θα ενισχύσουν ή θα αποδυναμώσουν το χαρακτήρα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα ως πραγματικά δημόσιου αγαθού (καμία σχέση με τη δήθεν «δωρεάν παιδεία» που παρέχεται σήμερα). Και εδώ καθένας δικαιούται να είναι δύσπιστος. Όπως το θέτει ο Καθηγητής Κώστας Βεργόπουλος , «το κυριότερο ζήτημα που τίθεται με την αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν είναι η δημιουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων, αλλά η επαπειλούμενη υποβάθμιση και απαξίωση της εκπαίδευσης ως «δημόσιου αγαθού», δηλαδή ως αγαθού προσφερόμενου υπό συνθήκες καθολικής προσβασιμότητος. Μπορεί σήμερα οι πρωτεργάτες της αναθεώρησης του άρθρου 16 να συγκαλύπτονται πίσω από τον υποτιθέμενο «μη κερδοσκοπικό» χαρακτήρα των μελλοντικών ιδιωτικών ιδρυμάτων, όμως η κοινή γνώμη έχει κάθε λόγο για να δυσπιστεί και να φοβάται ότι μετά το πρώτο βήμα, τα επόμενα δεν θα είναι παρά ζήτημα χρόνου».

Η Κυβέρνηση και μαζί της και η αξιωματική αντιπολίτευση (τουλάχιστον η πλειοψηφία των βουλευτών της) είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν στην έγκριση της αναθεώρησης. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι κυρίως τι θα γίνει μετά. Μετά την απόφαση για αναθεώρηση. Τι περιεχόμενο θα έχει αυτή; Θα ενισχύσει, όπως επιβάλλεται, το χαρακτήρα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα ως πραγματικά δημόσιου αγαθού; Ή, αντίθετα, θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τον ταξικό χαρακτήρα που έχει αποκτήσει, αποκλείοντας ουσιαστικά όλο και περισσότερους νέους των μη προνομιούχων τάξεων από το αγαθό της εκπαίδευσης; Μήπως τελικά, πριν αρχίσουμε να μιλάμε για δημιουργία ιδιωτικών Πανεπιστημίων και για αναθεώρηση του Συντάγματος, θα έπρεπε να είχε αποσαφηνιστεί το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας των Πανεπιστημίων αυτών, και συνολικότερα της ανώτατης εκπαίδευσης (σωστότερα, συνολικά της εκπαίδευσης);

Σε ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία πριν λίγο καιρό με τον εύγλωττο τίτλο «Για Γέϊλ και για κλάματα» επιχειρείται μια (μάλλον δυσοίωνη) πρόβλεψη της επόμενης μέρας: να μην περιμένουμε κανένα Γέϊλ και κανένα Χάρβαρντ ως αποτέλεσμα της αναθεώρησης του άρθρου 16! Όμως το ποτάμι ξεκίνησε, καθώς φαίνεται, και ίσως το πιο θετικό από την ιστορία της αναθεώρησης να είναι το γεγονός ότι μπήκε στο επίκεντρο του πολιτικού στοχασμού το συνολικό ζήτημα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και αναπτύσσεται επιτέλους, έστω και στρεβλωμένα, μια κινητικότητα γύρω από το ζήτημα αυτό. Στο βαθμό που η κινητικότητα αυτή δεν μείνει στο επίπεδο του διχασμού των απόψεων, των ιδεολογημάτων και της περιχαράκωσης σε ιδιοτέλειες και σε κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες αλλά προχωρήσει σε δημιουργικές συνθέσεις με στόχο μια σε βάθος αναθεώρηση και πραγματική εξυγίανση του άρρωστου εκπαιδευτικού μας συστήματος, μπορούμε να ελπίζουμε σε καλύτερες μέρες.