Κώστας Παππής

9/20/2011

Πώς βγαίνουμε από τον εφιάλτη;



Με τίτλο «Εφιάλτης πάνω από την πόλη» και υπότιτλο «Σημείωμα για τον ιστορικό του μέλλοντος» κατέγραφα πριν λίγες μέρες εδώ τη μαρτυρία μου για την ιστορική περίοδο που περνάει η χώρα. Δεν νομίζω ότι είπα τίποτα διαφορετικό από ό,τι συζητούμε όλοι μεταξύ μας σήμερα, καλοκαίρι του 2011, για την εικόνα στους αστικούς δρόμους, στα εργοστάσια και στην ύπαιθρο, αλλά και για την κρυμμένη εικόνα των σπιτιών όπου ζουν επαγγελματίες, πρώην εργαζόμενοι, που έμειναν χωρίς δουλειά, οικογένειες που πένονται, που δεν έχουν να πληρώσουν λογαριασμούς, νέοι αλλά και όχι τόσο νέοι, χωρίς δουλειά, χωρίς θέση στην κοινωνία, που ψάχνουν για μια οποιαδήποτε απασχόληση, με οποιουσδήποτε όρους και αμοιβή. Ρωτούσα «ποιος φταίει για όλα αυτά;» και η απάντησή μου ήταν ΟΛΟΙ μας, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Και εξηγούσα σύντομα γιατί.

Τελείωνα ρωτώντας: «Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τελειώσει κάποτε αυτός ο εφιάλτης;».

Αλήθεια, μπορούμε να κάνουμε κάτι για να ξετυλιχτεί αυτό το κουβάρι που φαίνεται να μην έχει αρχή ούτε τέλος, που μας τυλίγει όλους, ακόμα και αυτούς που για την ώρα φαίνεται να την έχουν «σκαπουλάρει» αλλά που δεν μπορούν ούτε αυτοί να είναι σίγουροι για το τι ξημερώνει αύριο στη χώρα μας και στον κόσμο όλο; Υπάρχουν κάποιες αρχές που, αν γίνουν σεβαστές, μπορούν να μας οδηγήσουν σε διέξοδο - στο βαθμό που αυτό εξαρτάται από τους πολίτες αυτής της χώρας, γιατί δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το βαρύ ρόλο της διεθνοποίησης στα πράγματα του κόσμου;

Για κάποιες τέτοιες αρχές θα παραθέσω μερικές σκέψεις. Η σημερινή κρίση έχει μπει βαθιά μέσα στο πνεύμα μας κι έχει ανατρέψει λογικές τάξεις και διανοητικές πειθαρχίες και βεβαιότητες – το κουβάρι που λέμε παραπάνω, που είναι αδύνατο για την ώρα να ξετυλιχτεί. Γι αυτό οι σκέψεις αυτές ίσως ακουστούν αποσπασματικές και άταχτες και αυθαίρετες σε κάποιους. Άλλοι πάλι μπορεί να συμφωνήσουν.

Λέω, λοιπόν, ότι μια αναγκαία προυπόθεση για να βγούμε από την κρίση στη χώρα μας είναι να αποκτήσει επιτέλους, όπου δεν έχει, υγιείς και μόνιμους θεσμούς και οι πολίτες να μάθουν να τους σέβονται. Υγιείς θεσμούς και νόμους που να εφαρμόζονται αυστηρά, και να εφαρμόζονται σε όλους, χωρίς εξαίρεση.

Να μπει τέρμα στην κρατική βία και αυθαιρεσία. Αλλά να μπει τέρμα στη βία και την αυθαιρεσία και των πολιτών, όλων όσοι διεκδικούν αιτήματα και δικαιώματα, όσο αδικημένοι και αν αισθάνονται. Που ασκούν βία και αυθαιρεσία σε βάρος άλλων πολιτών, σε βάρος της οικονομίας και της κοινωνίας. Τα παραδείγματα αφθονούν: ταξιτζήδες, φορτηγατζήδες, αγρότες, ναυτεργάτες, απεργοί κάθε κατηγορίας που ακινητούν και παραλύουν τη ζωή στις πόλεις, στις εθνικές οδούς, στα λιμάνια.

Να γίνει η εργασία, κάθε εργασία, αξία που τιμάται και αμείβεται. Να μπει τέρμα στον πλουτισμό των αεριτζήδων, των κολλητών, των διαπλεκόμενων. Αυτό που μετράει πια, που πρέπει να μετράει, πρέπει να είναι η δουλειά.

Να γίνει η παιδεία αξία που τιμάται και αμείβεται. Να μπει τέρμα στην αναρρίχηση των άσχετων, των αγράμματων, των κολλητών, των διαπλεκόμενων.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση να πάψει να είναι καραμέλα στο στόμα των κυβερνώντων, να γίνει στόχος πρώτης προτεραιότητας, να στηριχτεί με όλα τα μέσα για να δώσει λύση στο πρόβλημα της ύφεσης, της υπανάπτυξης, της ανεργίας. Η χώρα πρέπει να παράγει διεκδικώντας θέση ανταγωνιστική στη διεθνή αγορά.

Να αναπτυχθεί η κοινωνική αλληλεγγύη, η πρόνοια για τα θύματα της τύχης ή της κρίσης που, χωρίς να φταίνε, βρέθηκαν άνεργοι, αβοήθητοι. Να θυμηθούμε τον ανθρωπισμό που κάποτε χαρακτήριζε την ελληνική κοινωνία. Να ξαναγίνουμε κοινωνία.

Και, βέβαια, να κυβερνηθεί επιτέλους αυτός ο τόπος από υγιείς, πατριωτικές, ικανές δυνάμεις και να λειτουργήσει το κράτος.

Πώς εξασφαλίζεται η ισχύς αυτών των αρχών στην κοινωνία μας;

Θα συνεχίσουμε.

9/04/2011

Εφιάλτης πάνω από την πόλη (Σημείωμα για τον ιστορικό του μέλλοντος)




Στους εμπορικούς δρόμους της επαρχιακής πόλης η εικόνα που βλέπει κανείς σήμερα, καλοκαίρι του 2011, και, πολύ περισσότερο, η κρυμμένη εικόνα πίσω από αυτήν, είναι εφιαλτική. Η φανερή εικόνα: τα λουκέτα, τα κλειστά μαγαζιά, που συνεχώς αυξάνονται ώστε ο αριθμός τους να κοντεύει να εξισωθεί με τα ανοιχτά, τα «ενοικιάζεται» που εδώ και πολλούς μήνες μάταια προσκαλούν νέους ενοικιαστές. Σαν μια επιδημία που απλώνεται γοργά σε όλη την πόλη, σε όλη τη χώρα. Κι από πίσω η κρυμμένη εικόνα: των σπιτιών όπου ζουν επαγγελματίες, πρώην εργαζόμενοι, που έμειναν χωρίς δουλειά, οικογένειες που πένονται, που δεν έχουν να πληρώσουν λογαριασμούς. Και το πιο σπαρακτικό: νέοι χωρίς δουλειά, χωρίς θέση στην κοινωνία, που ψάχνουν για μια οποιαδήποτε απασχόληση, με οποιουσδήποτε όρους και αμοιβή, απόβλητοι χωρίς να έχουν φταίξει σε τίποτα, ήδη κουρασμένοι από μια ζωή που δεν έχουν προλάβει να ζήσουν, χωρίς ελπίδα και χωρίς όνειρα εκτός ίσως από το όνειρο της μετανάστευσης σε κάποια ξένη χώρα. Μια γενιά χαμένη.

Παρόμοια εικόνα στην ύπαιθρο. Αγρότες που, αφού τους εκμαύλισαν και τους κοίμισαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις για χρόνια, βρίσκονται εδώ και καιρό μπροστά σε μια ανελέητη πραγματικότητα: συχνά να μη συμφέρει πια η παραγωγή, αφού η αγορά καλύπτεται με φτηνά προϊόντα από το εξωτερικό, από κρέατα μέχρι φρούτα και λαχανικά (αχλάδια από τη Νότιο Αφρική, μούσμουλα από την Ισπανία, σκόρδα από την Κίνα, λεμόνια από την Τουρκία, κρέατα από την Ολλανδία). Δεν είναι λίγες οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις, αυτές που εξακολουθούν να λειτουργούν, που αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο να εγκαταλειφθούν. Ήδη συναντάς εγκαταλειμμένες καλλιέργειες, φρούτα που σαπίζουν στα δέντρα, χωράφια πνιγμένα στ΄αγριόχορτα.

Κι ακόμα: σε όλη τη χώρα κλειστά εργοστάσια, αραχνιασμένα, ολόκληροι κλάδοι να έχουν μετακομίσει σε γειτονικά κράτη, όπου η παραγωγή συμφέρει: το μεροκάματο εξευτελιστικό, η φορολογία ασήμαντη, οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις ελαστικές ή και ανύπαρκτες. Κάποτε υπήρχαν στη χώρα μας μονάδες μεσαίες μα και μεγάλες σε μια σειρά κλάδους (κλωστοϋφαντουργεία, εργοστάσια παραγωγής ρούχων και υποδημάτων, μονάδες παραγωγής χαρτιού, εργοστάσια μεταλλικών κατασκευών, μηχανουργεία κλπ), που κάλυπταν την εσωτερική ζήτηση και έκαναν και εξαγωγές. Τώρα πολλά εργοστάσια ρημάζουν. Χιλιάδες εργάτες στην ανεργία. Ήδη στην Ελλάδα ο αριθμός των άνεργων ξεπέρασε τον αριθμό των εργαζομένων. Η χώρα ονειρεύεται με ορθάνοιχτα μάτια έναν εφιάλτη χωρίς τέλος.

Κάποιοι, έχοντας προνοήσει ή ευνοηθεί από τη συγκυρία, τα πάνε καλά ή απλώς επιβιώνουν μέσα στην καταιγίδα. Όμως η γενική κατάσταση φαίνεται να είναι αυτή που περιγράφεται πιο πάνω: εφιάλτης δίχως τέλος.

Ποιος φταίει για όλα αυτά; ΟΛΟΙ, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Πρώτα-πρώτα, το σύστημα εξουσίας σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις μορφές, που αλληλοδιαπλέκεται, και πάνω από όλα η πολιτική εξουσία που κυβέρνησε και κυβερνάει η ίδια πάντα, με τη δική μας ψήφο, αυτό τον τόπο. Που εγκλημάτησε, αφήνοντάς τον τόπο να γλιστρήσει στην προσωρινή «ευδαιμονία» μιας χώρας της ελάχιστης παραγωγής και της μέγιστης κατανάλωσης, όπου άνοιγαν χιλιάδες μικρομάγαζα που επιβίωναν με το άφθονο πλαστικό χρήμα των δανεικών, την ώρα που έκλειναν η μια μετά την άλλη οι παραγωγικές μονάδες, μιας χώρας όπου θησαύριζαν και εξακολουθούν να θησαυρίζουν οι αεριτζήδες, οι απατεώνες, οι φοροκλέφτες και γενικώς οι κλέφτες, μιας χώρας που ο λαός της περνούσε γενικώς καλά, και αρκετοί άριστα, με τα δανεικά της σημερινής χρεοκοπίας μας (αυτά που κάποιοι ισχυρίζονται πως, αν τα μετατρέψουμε σε αγύριστα, θα «σωθούμε»).

Φυσικά, πέρα από το σύστημα εξουσίας, φταίμε όλοι εμείς που βολευτήκαμε σε αυτή την κατάσταση, θαυμάσαμε και κάναμε πρότυπα επιτυχίας τους αετονύχηδες και τους καπάτσους, επιβραβεύσαμε όσους μας κολάκεψαν, και όχι μόνο τους ανεχτήκαμε αλλά και εκμεταλλευτήκαμε, όσοι μπορούσαμε, τα «κονέ» μας για την πάρτη μας, σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας, του περιβάλλοντος, της χώρας γενικά, φτάσαμε στο σημείο μηδέν του πολιτισμού (δείτε τα ήθη που επικρατούν, τη βαρβαρότητα των σχέσεων, τη βία, την εγκληματικότητα, τα βιβλία που διαβάζει, αν διαβάζει, ο μέσος Έλληνας, την ποιότητα της μουσικής που ακούει, περήφανα και ενίοτε στη διαπασών, τα προγράμματα που παρακολουθεί στην τηλεόραση), αρνηθήκαμε να δούμε το μέλλον που ερχόταν σαν μαύρο σύννεφο απειλητικό, τρομερό. Με τα δανεικά, βοηθούσης και της παγκοσμιοποίησης, στείλαμε στην ανεργία χιλιάδες συνέλληνες, ψωνίζοντας προϊόντα «σινιέ» από επώνυμες μάρκες του εξωτερικού, γυρίζοντας την πλάτη και ξαποστέλνοντας στα αζήτητα τα προϊόντα της Ελληνικής γης και του Ελληνικού μόχθου.

Μπορούμε να κάνουμε κάτι για να τελειώσει κάποτε αυτός ο εφιάλτης;

Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση στο επόμενο.