Κώστας Παππής

10/29/2008

«Όλη η Ελλάδα είναι ένα Βατοπέδι»

Τι θα μείνει για την ιστορία από όσα δηλώθηκαν από επίσημα χείλη ή επισημάνθηκαν από πολιτικούς και κοινωνικούς αναλυτές από την ιστορία του Βατοπεδίου, που σφραγίζει την τρέχουσα πολιτική συγκυρία στην Ελλάδα; Μήπως οι καλόγεροι που αποδείχτηκαν ξεφτέρια σαν κτηματομεσίτες, ανταλλάσσοντας νεράκι από τη λίμνη Βιστωνίδα με αστικά ακίνητα-κελεπούρια; Μήπως τα «χρυσά παιδιά» (golden boys), στο κέντρο και στα παράκεντρα της πολιτικής εξουσίας, που άνοιξαν χρυσές δουλειές με τους καλόγερους και όχι μόνο, μοιράζοντας μεταξύ τους το δημόσιο πλούτο της Ελλάδας; Μήπως ο αντ’ αυτού (του πρωθυπουργού) και κυβερνητικός εκπρόσωπος, που τον «έφαγαν» τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, αυτόν, έναν άσσο στα κόλπα της επικοινωνιακής πολιτικής και της χειραγώγησης της κοινής γνώμης, που δημιούργησε την δήθεν αιώνια άφθαρτη εικόνα του πολιτικού του προϊσταμένου; Μήπως η ραγδαία φθορά του κυβερνητικού κόμματος και τελικά η πιθανολογούμενη έξωσή του από την εξουσία, τώρα που το ποτήρι ξεχείλισε; Θα μείνει κάτι από όλα αυτά, κάτι άλλο, ή απλώς τίποτα, όταν ο κουρνιαχτός της δημοσιότητας θα κατακάτσει, κι όταν οι προβολείς της στραφούν στο επόμενο θέμα;

Ποιος θα μπορούσε να απαντήσει με σιγουριά; Κατά τη γνώμη μου, πάντως, αν κάτι θα έπρεπε να μείνει σαν ανάμνηση από την τρέχουσα περίοδο, είναι η φράση «όλη η Ελλάδα είναι ένα Βατοπέδι», που είπε πολιτικός αρχηγός της ελάσσονος αντιπολίτευσης για να περιγράψει την σημερινή κατάσταση στη χώρα μας. Φυσικά θα είχε στο νου του τη διαφθορά του δημόσιου βίου, τη διαπλοκή των κάθε είδους εξουσιών και συμφερόντων, την έλλειψη κάθε ηθικού φραγμού και κάθε δισταγμού μπροστά στη λάμψη του χρήματος, την αλαζονεία και την έπαρση της εξουσίας, που πιστεύει (ορθώς) ότι κατά πάσα πιθανότητα τελικά θα μείνει στο απυρόβλητο και (βλακωδώς) ότι θα είναι αιώνια… Φυσικά θα τα είχε στο νου του όλα αυτά.

Η φράση «όλη η Ελλάδα είναι ένα Βατοπέδι» είναι εκφρασμένη στον ενεστώτα. Αναφέρεται στο σήμερα. Αναρωτιέται, πάντως, κανείς μήπως θα χαρακτηρίζει και την πραγματικότητα του μέλλοντός μας. Και αν ναι, ως πότε;

Ένα τέτοιο ερώτημα, για να απαντηθεί, μας πάει αναγκαστικά σε ένα άλλο: ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες, ποιες είναι τελικά οι δυνάμεις, που διαμόρφωσαν αυτό που είναι η Ελλάδα σήμερα: ένα Βατοπέδι (για να είμαστε ειλικρινείς, έτσι ήταν πάντα, μόνο που τώρα η κατάσταση φαίνεται ότι ξεπέρασε κάθε φραγμό και ξέφυγε από κάθε έλεγχο). Γιατί αν οι αιτίες παραμείνουν άφθαρτες και στο μέλλον, αν οι υπαίτιες δυνάμεις εξακολουθήσουν να εξουσιάζουν τη ζωή στη χώρα, η Ελλάδα θα παραμείνει και στο μέλλον ολόκληρη ένα Βατοπέδι.

Μήπως μερικές τουλάχιστον από τις αιτίες όλων αυτών των εκφυλιστικών φαινομένων βρίσκονται στη βάση της Ελληνικής κοινωνίας, σε παγιωμένες πρακτικές και αντιλήψεις, από τις οποίες ένα μεγάλο, καθοριστικό κομμάτι του Ελληνικού λαού δεν λέει να μετακινηθεί; Μήπως η Ελληνική κοινωνία, στην πλειοψηφία της, έχει αναδείξει και στηρίξει εξουσιαστικούς θεσμούς, σε όλα τα επίπεδα και ιδίως τα ψηλότερα, που οδηγούν τη χώρα από κρίση σε κρίση; Μήπως το Βατοπέδι και ό,τι αυτό εκφράζει (η διαπλοκή, η κομπίνα, η απληστία, η ιδιοτέλεια, η κατάργηση κάθε φραγμού μπροστά στο συμφέρον) έχει εγκατασταθεί ως παγιωμένη αντίληψη και πρακτική στα κύτταρα αυτού του κομματιού του Ελληνικού λαού; Ποιος κατέστησε την εκκλησία πανίσχυρο κέντρο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας; Ποιος αποδέχθηκε τον απροσχημάτιστο εναγκαλισμό της με το κράτος, μέχρι που κάθε δημόσια και ιδιωτική εκδήλωση να μην μπορεί να νοηθεί χωρίς την παρουσία της εκκλησίας; Ποιος ανέδειξε τη μοναρχία σε αιώνιο πολίτευμα της χώρας, με 2-3 οίκους (τζάκια τα λένε) να εναλλάσσονται στην πολιτική εξουσία της ψευδώνυμης Ελληνικής μας «Δημοκρατίας» εδώ και πάνω από μισό αιώνα; Ποιος έχει ανεχθεί ένα διαλυμένο, άρρωστο εκπαιδευτικό σύστημα να αποτελεί χρόνια τώρα αρνητικό υπόδειγμα παγκόσμιας πρωτοτυπίας; Ποιος έχει αντικαταστήσει τον πολιτισμό με την υποκουλτούρα σαν τρόπο σκέψης, ψυχαγωγίας, ζωής; Ποιος έχει παραδώσει αμαχητί κάθε δικαίωμα στην αντίσταση, επιλέγοντας τη νωχελική θέαση των γεγονότων από την ασφάλεια του καθιστικού του;

Αν είναι αλήθεια ότι τα παραπάνω ερωτήματα αφορούν ένα μεγάλο, καθοριστικό για τις εξελίξεις, κομμάτι του Ελληνικού λαού, τίποτα δεν δείχνει ότι συμβαίνει ή θα συμβεί, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, κάποια ουσιαστική αλλαγή στις πρακτικές και στις αντιλήψεις αυτού του κομματιού. Άλλωστε η κρίση του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού (στην πραγματικότητα ολιγοπωλιακού) τέρατος, με όσα φέρνει (φτώχεια, ανεργία, ανασφάλεια) μάλλον θα δυσκολέψει τις προϋποθέσεις και θα απομακρύνει κάθε διάθεση για ουσιαστική αλλαγή εντός μας, άρα και στον εθνικό μας περίγυρο.

Είναι υπόθεση του καθενός να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα και φυσικά στο αρχικό μας ερώτημα, αν η Ελλάδα θα παραμείνει ολόκληρη και στο μέλλον ένα Βατοπέδι.

10/09/2008

Αυτονόητα στα αζήτητα: τι γίνεται με την παρακολούθηση των μαθημάτων στα ΑΕΙ;

Από τη συζήτηση, αλλά κυρίως από τη χλαλοή, για τις σπουδές στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, απουσιάζουν κατά κανόνα ορισμένα θέματα που αφορούν στοιχειώδεις ελλείψεις του συστήματος της πανεπιστημιακής μας εκπαίδευσης. Πράγματα αυτονόητα αλλού για την ποιότητα των σπουδών, στα Ελληνικά ΑΕΙ δεν θεωρούνται καθόλου αυτονόητα. Όμως σχεδόν κανείς δεν ασχολείται μαζί τους και φυσικά δεν τίθεται κανένα σχετικό αίτημα. Έτσι, πολλή η κουβέντα, αλλά και η φασαρία, για το σύστημα εισαγωγής ή για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ελάχιστη ή καθόλου για την ουσιαστική υποβάθμιση, έως και κυριολεκτικά κατάργηση στην πράξη, των σπουδών που επιφέρουν μερικές παγιωμένες συνήθειες σε πολλά τμήματα ΑΕΙ, όπως αυτή που αφορά την παρουσία (στην πραγματικότητα, την απουσία) στην τάξη των φοιτητών και την ενεργητική παρακολούθηση των μαθημάτων.

Πόσες ώρες μαθημάτων παρακολουθούν και πόσες χάνουν οι φοιτητές στα Ελληνικά πανεπιστήμια; Ποιος είναι ο χαρακτήρας και ποιες οι στατιστικές της παρακολούθησης; Αναφέρομαι κυρίως στις προπτυχιακές σπουδές. Καμιά σχετική έρευνα δεν έχει γίνει, από όσο γνωρίζω, μέχρι σήμερα. Και γιατί να γίνει; «Η παρακολούθηση των μαθημάτων στα πανεπιστήμια δεν είναι υποχρεωτική». Αυτή είναι, μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα τουλάχιστον, η μόνιμη, διατυπωμένη συχνά σε μαχητικό έως εχθρικό τόνο, απάντηση στον καθηγητή που τυχαίνει να θέσει το ζήτημα της παρουσίας των φοιτητών στις διαλέξεις. Τα πράγματα οδηγούνται ενίοτε σε ... σύρραξη αν ο καθηγητής τολμήσει να πάρει παρουσίες. Σε συνθήκες πιο ... ειρηνικής συνύπαρξης καθηγητών και φοιτητών, οι τελευταίοι αιτιολογούν τη στάση τους αποδίδοντας τη μερική έως συστηματική απουσία τους από ορισμένα μαθήματα σε λόγους όπως η ανεπάρκεια του διδάσκοντα («είναι ανιαρός», «δεν έχει μεταδοτικότητα») ή άλλους («το μάθημα είναι θεωρητικό, ο καθηγητής έχει βιβλίο, άρα για ποιο λόγο να παρακολουθούμε;»). Τα επιχειρήματα απογειώνονται, όταν η συζήτηση περνάει στο διαδίκτυο και στις απεριόριστες δυνατότητες για αναδίφηση της διεθνούς βιβλιογραφίας επί παντός που προσφέρει – άρα προς τι η παρακολούθηση; Όχι πως δεν υπάρχει βάση σε αρκετές περιπτώσεις στα όσα προβάλλουν οι φοιτητές. Το αποτέλεσμα, πάντως, είναι γνωστό: για ορισμένα τουλάχιστον μαθήματα, το γνωστό ως τώρα πανεπιστήμιο έχει de facto καταργηθεί και δεν υπάρχει καμιά διαφορά από τα συστήματα σπουδών εξ αποστάσεως. Ο φοιτητής συναντιέται μόνο την ώρα της εξέτασης με τον καθηγητή, τον οποίο δεν γνωρίζει ούτε εξ όψεως.

Είναι χρήσιμη η παρακολούθηση, η ενεργή παρουσία του φοιτητή στην τάξη; Μήπως είναι, όχι μόνο χρήσιμη, αλλά αναγκαία σε κάθε περίπτωση; Υπό ποιες προϋποθέσεις η παρουσία του φοιτητή θα εξασφάλιζε το μέγιστο της απόδοσης του συστήματος σπουδών; Είναι μια τέτοια προϋπόθεση το να παρακολουθούν οι φοιτητές συμμετέχοντας με ερωτήσεις, κρίσεις, παρεμβάσεις, βοηθώντας δηλαδή να γίνει το μάθημα πιο ζωντανό, πιο αποδοτικό; Ποιες απαιτήσεις θα έπρεπε να τεθούν από τους ίδιους τους φοιτητές προς το διδάσκοντα, προς το πανεπιστήμιο, προς την πολιτεία (μιλάμε πάντα για το δημόσιο πανεπιστήμιο) ώστε να εξασφαλίζεται το μέγιστο της απόδοσης; Αυτά τα ερωτήματα απουσιάζουν από κάθε συζήτηση, και φυσικά από τη χλαλοή, για τις σπουδές στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Δεν είναι καιρός να αρχίσουν να τίθενται;

Τι συμβαίνει στα άλλα πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης; Μια έρευνα στα Βρετανικά πανεπιστήμια, όπου τέθηκαν ερωτήσεις όπως «πόσες είναι οι ώρες διδασκαλίας εβδομαδιαίως;», «πόσες είναι οι ώρες μελέτης στο σπίτι;», «πόσο ποσοστό ωρών μαθημάτων χάνουν οι φοιτητές;» έδωσε πολύ ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Στην τελευταία ερώτηση, για παράδειγμα, ειδικότερα σε τμήματα διοικητικών σπουδών, η απάντηση είναι «11%»! Δηλαδή όλοι οι φοιτητές στα Βρετανικά πανεπιστήμια και σε τμήματα διοικητικών σπουδών παρακολουθούν 9 στις 10 ώρες κατά μέσο όρο. Ή αλλιώς, στους 10 φοιτητές, οι 9 παρακολουθούν ανελλιπώς όλες τις παραδόσεις, ενώ συνεχώς απουσιάζει ο ένας. Κάθε σύγκριση με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα μόνο αρνητικές σκέψεις θα προκαλούσε...